- τσουγκράνα
- η грабли
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τσουγκράνα — η 1. γεωργικό εργαλείο με σιδερένια δόντια προσαρμοσμένο σε στειλιάρι για την απομάκρυνση των λιθαριών από το χώμα. 2. ξύλινος πήχης με τρύπες για το ξεμπέρδεμα μπερδεμένου νήματος. 3. ξερό κολοκύθι, νεροκολοκύθα, γκρατζούνα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
άγγριφας — και άγριφας, ο σιδερένιο όργανο με άγκιστρα στο ένα άκρο, που χρησιμοποιούν για να ανασύρουν τους κουβάδες που πέφτουν στα πηγάδια (αρπάγη). [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. ουσ. ἄγριφος < μτγν. ουσ. ἀγρίφη (= τσουγκράνα)] … Dictionary of Greek
αγγρίφι — και αγρίφι, το 1. άγκιστρο, γάντζος, τσιγκέλι 2. ο άγγριφας* 3. καθετί που αγκυλώνει, ακίδα, αγκάθι, αιχμή 4. στον πληθ. τα αγγρίφια μυτεροί και απότομοι βράχοι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. ουσ. ἀγγρίφιον < ἀγρίφιον, υποκοριστικό τού μτγν. ουσ. ἀγρίφη… … Dictionary of Greek
αγρείφνα — η ἀγρεῑφνα, η (AM) τσουγκράνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μτγν. ἀγρεῑφνα. Αβέβαιης ετυμολογίας, πιθ. από το λακωνικό γριφᾶσθαι (= γράφειν). Το αρχικό ἀ δεν εξηγείται ικανοποιητικά] … Dictionary of Greek
αρπάγη — η (AM ἁρπάγη) [αρπάζω] 1. ο γάντζος με τον οποίο σηκώνουμε δέματα 2. η τσουγκράνα 3. σύνεργο αλιευτικής νεοελλ. ο ιστός της αράχνης … Dictionary of Greek
γεωργία — Τεχνική με την οποία καλλιεργούμε φυτά διατροφής και βιομηχανικά, χρήσιμα στον άνθρωπο, αλλά και ζωοτροφές για την κτηνοτροφία. Η γ. αποτελεί τμήμα της γεωπονίας, η οποία περιλαμβάνει όχι μόνο τις δραστηριότητες των γεωργών, αλλά και τις… … Dictionary of Greek
διχαλοδικράνιν — διχαλοδικράνιν, το (Μ) δικράνι, τσουγκράνα με διχαλωτή άκρη. [ΕΤΥΜΟΛ. < δίχαλος + δικράνι] … Dictionary of Greek
ελκητήρ — ἑλκητήρ, ο (Α) γεωργικό εργαλείο, τσουγκράνα … Dictionary of Greek
κτεις — ο (AM κτείς, ενός) θαλάσσιο οστρακόδερμο, το χτένι («ἂν δ οἷον οἱ κτένες κρεῶδες ἔχωσι τὸ πρὸς τῷ μυκτῆρι», Αριστοτ.) αρχ. 1. όργανο με το οποίο διευθετούνται, ευτρεπίζονται τα μαλλιά, χτένι 2. εξάρτημα τού αργαλειού από το οποίο διέρχονται οι… … Dictionary of Greek
ξαριστής — ο [ξαρίζω] ειδικό εργαλείο για καθαρισμό τής επιφάνειας τού εδάφους, τσουγκράνα … Dictionary of Greek
σκαριφητήρας — και σκαριφιστήρας, ο, Ν 1. ιατρ. ειδικό χειρουργικό μαχαιρίδιο για την εκτέλεση σκαριφησμών 2. ειδικό γεωργικό εργαλείο για καθαρισμό τής επιφάνειας τού εδάφους χωρίς αναστροφή τών χωμάτων, κν. ξαριστής ή τσουγκράνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκαριφώ + κατάλ … Dictionary of Greek